- προκαταμανθάνω
- προκατα-μανθάνω,A learn or consider first,
-μεμαθηκέναι Antyll.
ap. Orib.8.5.1, cf. D.C.52.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-μεμαθηκέναι Antyll.
ap. Orib.8.5.1, cf. D.C.52.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προκαταμανθάνω — Α μαθαίνω ή εξετάζω κάτι ακριβώς εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταμανθάνω «μαθαίνω καλά, παρατηρώ, εξετάζω»] … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek